αναγνώσιμος

αναγνώσιμος
ος , ον
1) рекомендуемый для чтения; заслуживающий внимания (о книге); 2) чёткий, разборчивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναγνώσιμος" в других словарях:

  • αναγνώσιμος — η, ο [αναγιγνώσκω] αυτός πού αξίζει ή μπορεί να διαβαστεί …   Dictionary of Greek

  • αναγνώσιμος — η, ο αυτός που μπορεί ή αξίζει να διαβαστεί: Μερικά από τα εκδιδόμενα βιβλία δεν είναι αναγνώσιμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγιγνώσκω — και αναγινώσκω (Α ἀναγιγνώσκω και ἀναγινώσκω) διαβάζω αρχ. μσν. φοιτώ, σπουδάζω, είμαι μαθητής αρχ. 1. γνωρίζω καλά, με βεβαιότητα 2. αναγνωρίζω 3. παραδέχομαι, ομολογώ ότι κάτι είναι δικό μου 4. πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. (η παθ. μτχ. πρκ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»